Ο Θεός Φροντίζει

Ένας πλούσιος είπε σε έναν ιερέα πως επιθυμούσε να μοιράσει χρήματα στους φτωχούς. Ο ιερεύς τον πήρε μαζί του να επισκεφθούν τις πιο φτωχικές συνοικίες της πόλεως, για να δει ο πλούσιος με τα μάτια του τη δυστυχία…

Χτύπησαν την πόρτα μιας ετοιμόρροπης καλύβας. Μια γλυκιά φωνή τους κάλεσε να μπουν. Βρήκαν ένα νέο παράλυτο κι από τα δυο του πόδια, καθισμένο πάνω σ’ ένα αχυρένιο στρώμα να πλέκει με πολύ κόπο ένα ψαθί. Το πρόσωπό του όμως έλαμπε από μια εσωτερική χαρά, που του προξενούσε η εγκαρτέρηση στη βασανιστική αρρώστια. Στην καλύβα δε βρισκόταν άλλο τίποτε από το αχυρένιο στρώμα.

Ανατρίχιασε ο πλούσιος από τη φτώχεια κι άνοιξε το πουγκί του να δώσει γενναίο φιλοδώρημα στον άρρωστο, ικανό να του εξασφαλίσει για πολύ καιρό μια άνετη ζωή. Εκείνος, όμως, με πολλή ευγένεια, αρνήθηκε:

– Ο Θεός να σε ανταμείβει για την αγάπη σου, αδελφέ, αλλά, όπως βλέπεις, έχω όσα μου χρειάζονται. Ας είναι δοξασμένο το όνομά Του που μου στέλνει τούτα τα βάγια να βγάζω με τον κόπο μου το καθημερινό μου ψωμί.

Γεμάτος θαυμασμό για την αρετή του νέου ο άρχοντας κι ο ιερεύς δε θεώρησαν σωστό να επιμείνουν. Έφυγαν μακριά. Βρήκαν ένα μικρό κορίτσι έως δέκα χρόνων, ντυμένο με κουρέλια, που μόλις μπορούσαν να κρύψουν τη γύμνια του. Τους είπε πως ήταν ορφανή από πατέρα και ζούσε με τη μητέρα της. Ο πλούσιος έβγαλε να της δώσει χρήματα, μα η μικρή κόρη αρνήθηκε:

– Η μητέρα βρήκε σήμερα δουλειά και θα φέρει ψωμί να φάμε.

Τη ρώτησαν για την εργασία της μητέρας της και είπε πως ξενόπλενε. Δεν άργησε ωστόσο να φανεί κι η βασανισμένη χήρα, κατάκοπη από τη σκληρή δουλειά. Ο άρχοντας την παρακάλεσε να δεχτεί την προσφορά του. Η χήρα όμως δεν ήθελε ούτε να τ’ ακούσει:

– Ο Θεός φροντίζει κάθε μέρα για μας, άρχοντά μου, του είπε. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να Τον αντικαταστήσεις τώρα εσύ;

Έφυγε κι από κει ο πλούσιος παίρνοντας μεγάλο δίδαγμα από την αφιλοχρηματία των πτωχών και την απόλυτη εμπιστοσύνη τους στον Θεό.

Άγια Μετέωρα