Παιδικό Μεγαλείο

Η εγγονούλα Αρετή γράφει:

Ήταν κάποτε ένα εννιάχρονο αγόρι καθισμένο σιωπηλά στο θρανίο του. Καθώς κυλούσε το μάθημα ξαφνικά ένιωσε το μπροστινό μέρος του παντελονιού του βρεγμένο. Χωρίς να καταλάβει πώς, τα είχε κάνει επάνω του…

Νόμιζε ότι η καρδιά του θα σταματήσει να χτυπά από την αγωνία. Δεν του είχε ξανασυμβεί ποτέ. Διάφορες σκέψεις άρχισαν να του περνάνε από το μυαλό: ότι όταν τα αγόρια το μάθουν θα τον κοροϊδεύουν και θα του βγάλουν διάφορα παρατσούκλια, ενώ αν το μάθουν τα κορίτσια, δε θα του ξαναμιλήσουν ποτέ.

Χαμήλωσε το κεφάλι ντροπιασμένος και γεμάτος απόγνωση άρχισε να προσεύχεται: «Θεούλη μου, είναι επείγον! Χρειάζομαι τη βοήθειά Σου. Κάνε κάτι, Σε παρακαλώ!».

Η δασκάλα που είχε καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε, τον πλησίασε για να δει τι πρόβλημα είχε. Εκείνη τη στιγμή μία συμμαθήτριά του έτρεξε προς το μέρος του κρατώντας ένα μπουκάλι γεμάτο με νερό και κατά έναν ανεξήγητο τρόπο το κορίτσι πέταξε το μπουκάλι με το νερό στην αγκαλιά του αγοριού, κάνοντάς τον μούσκεμα.

Το αγόρι προσποιήθηκε τον θυμωμένο, αλλά μέσα του ευγνωμονούσε Τον Θεό για τη βοήθεια: «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ, Κύριε!».

Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, αντί να είναι το αντικείμενο της γελοιοποίησης, το αγόρι έγινε το αντικείμενο της συμπόνιας. Όλοι τον βοηθούσαν να μαζέψουν τα νερά που χύθηκαν από το μπουκάλι του κοριτσιού και η δασκάλα έτρεξε να του δώσει ένα σορτς γυμναστικής για να το φορέσει όσο το παντελόνι του στέγνωνε.

Η συμπάθεια των παιδιών προς το αγόρι ήταν αξιοθαύμαστη. Όμως, στη θέση του αγοριού βρέθηκε το κορίτσι, η οποία προσπαθούσε να βοηθήσει σκουπίζοντας το θρανίο, αλλά τα υπόλοιπα παιδιά την έδιωξαν για αυτό που είχε κάνει. Το κορίτσι έδειξε ανενόχλητο και μάλιστα χαμογελούσε.

Στο τέλος της ημέρας, καθώς περίμεναν το σχολικό λεωφορείο, το αγόρι πλησίασε τη συμμαθήτριά του και της ψιθύρισε:

– Το έκανες επίτηδες, έτσι δεν είναι;

Και το κορίτσι με ένα γλυκό χαμόγελο του απάντησε:

– Το έχω πάθει κι εγώ στο παρελθόν, ξέρω πώς είναι.

– Σου εύχομαι να σου ανταποδώσει ο Θεός στο πολλαπλάσιο το καλό που μου έκανες.

Και τα παιδιά έφυγαν για το σπίτι τους.