O Βασιλιάς Και Τα Γεράκια

Μια μέρα έκαναν δώρο σε έναν τρανό βασιλιά δύο νεογέννητα γεράκια και εκείνος αμέσως τα έδωσε για να τα εκπαιδεύσουν. Μετά από κάποιο καιρό, ο εκπαιδευτής είπε στον βασιλιά πως το ένα από τα δύο μικρά γεράκια είχε ήδη εκπαιδευτεί και πετούσε.

– Και το άλλο; ρώτησε ο βασιλιάς.

– Λυπάμαι, εξοχότατε, αλλά το άλλο συμπεριφέρεται παράξενα, ίσως είναι άρρωστο. Κανείς δεν μπορεί να το κάνει να φύγει από το κλαδί που κάθισε από την πρώτη ημέρα. Ένας υπηρέτης αναγκάζεται κάθε μέρα να ανεβαίνει μέχρι το κλαδί για να το ταΐσει.

Ο βασιλιάς φώναξε θεραπευτές και κτηνιάτρους από όλη την επικράτεια, φώναξε σοφούς συμβούλους, αλλά κανένας δεν κατάφερε να μετακινήσει το γεράκι από το κλαδί.

Κάθε μέρα το κοίταζε από το παράθυρό του και τον έπιανε στενοχώρια και θλίψη βλέποντας το γεράκι πάνω στο δένδρο μέρα και νύχτα.

Μια μέρα έβγαλε ένα διάταγμα με το οποίο ζητούσε από τον λαό του να τον βοηθήσει. Την επόμενη μέρα μόλις άνοιξε το παράθυρο, προς μεγάλη του έκπληξη, είδε το γεράκι να πετάει περήφανα πάνω από τα δένδρα .

– Φέρτε μου αμέσως αυτόν που έκανε αυτό το θαύμα! διέταξε ο βασιλιάς.

Μετά από λίγο του έφεραν μπροστά του έναν νεαρό χωριάτη.

– Εσύ έκανες να πετάξει το γεράκι; Πώς τα κατάφερες; Μήπως είσαι μάγος;

Ο νεαρός δειλά- δειλά είπε στον βασιλιά:

– Εξοχότατε, δεν ήταν δύσκολο να κάνω να πετάξει το γεράκι. Εγώ αυτό που έκανα ήταν να κόψω το κλαδί. Το γεράκι τότε ανακάλυψε πως είχε φτερά και άρχισε να πετά!

Ιστορία της Παγκόσμιας Σοφίας