Η Χαρούμενη Κρήνη
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα αγόρι που το έστελναν καθημερινά οι γονείς του στην κρήνη του χωριού να γεμίσει την κανάτα του σπιτιού με νερό.
Μια μέρα, καθώς περίμενε να γεμίσει η κανάτα, συλλογίστηκε:
– Τούτη εδώ η κρήνη πρέπει να υπάρχει από αιώνες, κι όμως συνεχίζει να μας δίνει ακούραστη το νερό της κάθε μέρα! Και φαίνεται πως το κάνει με χαρά αφού το νερό της κελαρύζει τόσο γελαστό και γάργαρο…
Πόσο ευλογημένη πρέπει να είναι μια τέτοια ζωή γεμάτη από το να δίνει κανείς, να δίνει, να δίνει και μόνο να δίνει…
Πώς θα ‘θελα κι εγώ να ζω έτσι… να μπορώ να δίνω στους συνανθρώπους μου ακατάπαυστα!
Άραγε είναι δυνατόν να δίνεις ακατάπαυστα και να μην κουράζεσαι;
Και τότε ως δια μαγείας η κρήνη απέκτησε μιλιά και είπε:
– Εγώ καλέ μου, δεν είμαι παρά μόνο μια κρήνη… δεν είμαι η Πηγή! Το νερό έρχεται σε μένα άκοπα, σαν δώρο από την Πηγή. Δεν κάνω τίποτα άλλο από το να δίνω παρακάτω το δώρο που έχω λάβει. Για αυτό και είναι εύκολο, για αυτό και δεν κουράζομαι. Για αυτό και είμαι χαρούμενη και κελαρύζει το νερό μου γάργαρο.
– Έτσι θέλω να ζω και εγώ! Και ό,τι ευλογημένο «νερό» στέλνει ο Θεός στη ζωή μου θα μπορώ άκοπα να το δίνω στους άλλους. Και δε θα κουραστώ αφού Εκείνος θα το στέλνει…!
Παγκόσμια Σοφία