Ο Καλόγερος Και Ο Ποντικός
Κάποτε κάποιος μοναχός, έφυγε από το κοινόβιο και πήγε στην έρημο να γίνει ησυχαστής. Ο λογισμός του απαιτούσε να αφοσιωθεί μέρα νύχτα στη μελέτη και θεωρία του ονόματος του Ιησού Χριστού. Έτσι πίστευε ότι θα μπορούσε μέσα στην ερημιά και στη γαλήνη της ησυχίας να ενωθεί με τον Θεό χωρίς μέριμνες και χωρίς σκοτούρες.
Ύστερα όμως από δύο τρεις ημέρες, σε κάποια στιγμή των ιερών του στοχασμών, αισθάνθηκε κοντά του την παρουσία κάποιου…
Τι ήταν; Ένα μικρό ποντίκι. Είχε ανεβεί στην μπαλωμένη και τρύπια παντόφλα του, και μύριζε το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού του. Έτσι αποσπάστηκε η προσοχή του και ήταν αδύνατον να κρατήσει αμετακίνητο τον νου του στην ενθύμηση του Θεού και στην προσευχή του.
Το είδε και είπε εκνευρισμένος:
– Εγώ άφησα τα πάντα για να επικοινωνώ αμέριμνα και σωστά με τον Θεό και να έρχεται τώρα να τα χαλάσει όλα ένας ποντικός. Γιατί μου διακόπτεις την προσευχή μου;
– Γιατί πεινάω, γέροντα.
– Φύγε από δω τώρα! Εγώ προσπαθώ με χίλιους κόπους να δω πώς θα ενωθώ με τον Θεό, και συ ήρθες να μου ζητήσεις να ασχοληθώ με την κοιλιά σου;
Και φραπ, τίναξε το πόδι του και πέταξε τον ποντικό στην απέναντι γωνία της σπηλιάς του.
Τότε το ποντίκι γυρίζει και με πολλή ηρεμία, αφού τον κοίταξε στα μάτια, του απάντησε:
– Μάθε το μια για πάντα, πάτερ. Αν δεν μπορέσεις να νοιαστείς για τους γύρω σου και να βοηθήσεις όποιον πονάει, υποφέρει, πεινάει, διψάει και κείται γυμνός και πληγιασμένος, και δεν τον συμπονέσεις, και δεν του σταθείς, στα προβλήματά του, τότε, ποτέ, μα ποτέ δε θα μπορέσεις να ενωθείς με τον Θεό της αγάπης και του ελέους.
Και μετά ο ποντικός χάθηκε.
Ιστορία της Παγκόσμιας Σοφίας