Όνειρο Καλοκαιριού
ΤΩΡΑ έχουν κλείσει τα σχολεία. Έχουμε καλοκαίρι.
Μαζεύουμε λουλούδια και τζιτζίκια. (…)
Αντί για αλάτι ρίχνουμε κρυφά δυο φούχτες ήλιο στο φαί που μαγερεύει η μάνα μας. (…)
Το μεσημέρι δε θα φάει κανένας. Μέσα στα πιάτα θα γυαλίζει ο ήλιος. (…)
Κι όταν έρθει μεθαύριο ο χειμώνας, ακόμα ο ήλιος θα φέγγει στην καρδιά μας.
ΑΡΧΙΣΕ κείνο το παιχνίδι που ‘χε τελειώσει. (…)
Οι παπαρούνες μέθυσαν από ήλιο κι έγιναν κόκκινες πεταλούδες που
γεμίζουν τον αέρα, κάθονται στ’ άσπρο καμπαναριό της μικρής
αγροτικής εκκλησιάς και ζυγιάζονται στους ώμους των περιστεριών.
Τούτη την ώρα δεν ξέρουμε τίποτα να πούμε – μια κι ο ήλιος, που
ξέρει απ’ όλους πιο πολλά, μας φωνάζει να παίξουμε στον κάμπο.
ΑΛΛΟΤΕ διαβάζαμε τα μαθήματα μας, κάναμε την προσευχή μας
και λέγαμε πως δυο και δυο κάνουνε τέσσερα.
Τώρα, δυo λουλούδια και δυo αχτίνες δεν κάνουνε τέσσερα – κάνουνε
την ψυχή μας.
Κι ένα τριαντάφυλλο και μια πεταλούδα δεν κάνουν δυo – κάνουν ένα Θεό.
Κι ένας Θεός κάνει όλα.
Λοιπόν, η ψυχή μας μαζί με την ψυχή του Θεού πόσα κάνει;
Ο δάσκαλος δεν ξέρει.
Εμείς το ξέρουμε πόσο κάνει: ένα.
Το διαβάσαμε σήμερα στο ανοιχτό βιβλίο του ήλιου, σήμερα που
ξεχάσαμε όλα τα βιβλία.
(παππούς) Γιάννης Ρίτσος