Αδικία
Κάποτε, ζούσε ένας άνδρας που ήταν πάρα πολύ γενναιόδωρος, καλόκαρδος, ευγενικός και βοηθούσε τους πάντες με την καρδιά του. Δε ζητούσε ποτέ αντάλλαγμα.
Μια μέρα, καθώς προχωρούσε σε έναν σκονισμένο δρόμο, εντόπισε ένα άδειο πορτοφόλι. Ξαφνικά εμφανίστηκε η κάτοχος μαζί με έναν αστυνομικό για να τον συλλάβουν.
Η γυναίκα επίμονα ρωτούσε τον άνδρα πού είχε κρύψει τα χρήματά της, όμως εκείνος επέμενε πως το πορτοφόλι ήταν άδειο. Η γυναίκα με πόνο του φώναζε: «Σε παρακαλώ, δώσ’ τα μου πίσω, είναι τα σχολικά δίδακτρα του γιου μου». Ο άνδρας βλέποντας τον πόνο της γυναίκας, της έδωσε όλα του τα χρήματα λέγοντάς της: «Πάρτε αυτά. Με συγχωρείτε για την αναστάτωση». Η γυναίκα έφυγε, όμως ο αστυνομικός ανέκρινε τον άνδρα, έμαθε την αλήθεια και τον άφησε ελεύθερο.
Η γυναίκα ικανοποιημένη, όταν μέτρησε τα χρήματά της, διαπίστωσε ότι ήταν τα διπλάσια. Έμεινε έκπληκτη! Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί.
Μια μέρα, ξεκίνησε, λοιπόν, να πάει στο σχολείο του γιου της να πληρώσει τα δίδακτρα. Καθώς προχωρούσε, είδε πως την ακολουθούσε ένας κοκαλιάρης κύριος και φοβισμένη πως θα την κλέψει πλησίασε έναν αστυνομικό. Τυχαία, ήταν ο ίδιος αστυνομικός από το συμβάν με το πορτοφόλι. Καθώς του εξηγούσε ότι κάποιος την ακολουθούσε, είδαν τον άνδρα να σωριάζεται στο έδαφος από την αδυναμία.
Έτρεξαν προς το μέρος του και κατάλαβαν πως ήταν ο άνδρας που είχε κατηγορηθεί για το πορτοφόλι. Ήταν τόσο αδύναμος… η γυναίκα είχε μπερδευτεί.
Ο αστυνομικός τότε είπε στη γυναίκα: «Δε σου επέστρεψε τα χρήματά σου. Εκείνη την ημέρα σου έδωσε τα δικά του χρήματα. Δεν ήταν κλέφτης».
Αφού βοήθησαν τον άνδρα να σηκωθεί ο άνδρας της αποκρίθηκε: «Σε παρακαλώ, πήγαινε πλήρωσε τα δίδακτρα του γιου σου. Σε είδα και σε ακολούθησα για να σιγουρευτώ ότι κανένας δε θα σε κλέψει».
Ιστορία της Παγκόσμιας Σοφίας