Ο Θεός Μέσα Μας

Ήτανε κάποτε μία γυναίκα η οποία έλαβε ένα γράμμα από τον Θεό:

«Σήμερα θα σε επισκεφτώ», της έγραφε.

Η γυναίκα μόλις διάβασε το γράμμα τα έχασε! «Θα με επισκεφτεί ο Θεός; Δεν το πιστεύω! Πώς να είναι άραγε; Τι θα λέμε; Τι θα Του προσφέρω; Αμάν! Τι ακαταστασία είναι αυτή; Πρέπει να βιαστώ να συγυρίσω και να καθαρίσω το σπίτι!».

Άρχισε λοιπόν να συμμαζεύει, όμως αντιλήφθηκε πως ήτανε πάρα πολύ δύσκολο να προλάβει να τα κάνει όλα μόνη της, καθώς ο Θεός μπορεί να εμφανιζόταν ανά πάσα στιγμή. Έτσι, βγήκε έξω στην αυλή με αγωνία για να αναζητήσει κάποια βοήθεια. Εκείνη την ώρα δεν βρισκόταν κανένας έξω, παρά μόνο μία  άγνωστη, ηλικιωμένη κυρία, η οποία συνήθιζε να περνάει πολλές ώρες κάθε της απόγευμα σιωπηλά καθισμένη, μόνη της, στο παγκάκι ακριβώς έξω από την αυλή της γυναίκας. Αυτή, όμως, ήταν η πρώτη φορά που η γυναίκα την πρόσεξε και δίχως να το πολυσκεφτεί της είπε:

– Σας παρακαλώ, κυρία, περιμένω έναν πολύ σημαντικό επισκέπτη σήμερα. Με ειδοποίησε εντελώς ξαφνικά ότι θα έρθει και δεν προλαβαίνω να κάνω τις απαραίτητες δουλειές του σπιτιού. Θα μπορούσατε μήπως να με βοηθήσετε;

– Μετά χαράς παιδί μου, αποκρίθηκε η άγνωστη κυρία. Κατανοώ την αγωνία σου. Θα βοηθήσω όπως μπορώ.

Έτσι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα το σπίτι έλαμπε!

– Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την πολύτιμη βοήθειά σας. Θα σας ζητούσα να καθίσετε να γνωριστούμε καλύτερα, αλλά δυστυχώς ο καλεσμένος μου δεν πρέπει να με βρει απροετοίμαστη.

– Nα σε αφήσω τότε να τον υποδεχτείς, παιδί μου. Σε ευχαριστώ για την παρέα.

Η ώρα περνούσε και κανένας δεν εμφανιζόταν στο σπίτι της γυναίκας.  Άρχισε να χάνει την υπομονή της και μάλιστα θύμωσε πολύ που ο Θεός της είπε ψέματα. Τσατισμένη, λοιπόν, που έχασε όλη της την ημέρα κάνοντας δουλειές και ο Θεός δεν την επισκέφτηκε, έπεσε για ύπνο.

Στον ύπνο της είχε μία συνομιλία με τον Θεό:

– Θεέ μου, γιατί μου είπες ψέματα; Γιατί δεν ήρθες;

– Δε σου είπα ψέματα, κόρη μου, εκεί ήμουν.

– Πότε, Θεέ μου; Γιατί δε σε είδα;

– Δε με είδες, γιατί ξέχασες να με δεις.

– Τι εννοείς, Θεέ μου; Τι ξέχασα;

– Ξέχασες πως είμαι μέσα σε κάθε πλάσμα και πως μπορώ να πάρω κάθε μορφή.

– Εσύ ήσουν, Θεέ μου, που καθόσουν τόσο καιρό έξω από το σπίτι μου και δε σου έριχνα ούτε ένα βλέμμα;

– Εγώ, κόρη μου.

– Εσύ, Θεέ μου, με βοήθησες σήμερα με το σπίτι κι εγώ Σε έδιωξα;

– Εγώ, κόρη μου.

– Πόση είναι η Αγάπη σου, Κύριε; Εγώ να Σε διώχνω κι Εσύ να με βοηθάς…

– Ξεχνάς πάλι, παιδί μου.  Είμαι μόνιμος κάτοικος στο σπίτι της καρδιάς σου. Δεν μπορείς να Με διώξεις. Εσύ γιατί με περίμενες σήμερα να έρθω σαν ξένος επισκέπτης;

Παγκόσμια Σοφία