Εσωτερική Γαλήνη
Κάποτε ζούσε ένας άγιος άνθρωπος στην εξοχή. Συνήθιζε να κάθεται στην αυλή του και να απολαμβάνει την εσωτερική του Γαλήνη, ευγνωμονώντας το μεγαλείο Του Κυρίου που του την χάρισε.
Μια μέρα, έτυχε να περνάει έξω από την αυλή του ένας πλούσιος έμπορος της περιοχής. Σαγηνεύτηκε από τη γαλήνη που εξέπεμπε ο άγιος γέροντας και αποφάσισε να κάνει μία στάση να πάρει την ευχή του.
– Χαίρε, σεβασμιότατε. Δέξου τον θαυμασμό μου.
– Ο Θεός να σε ευλογεί, γιε μου, να βρεις την αληθινή Ευτυχία.
– Ήμουν απλά περαστικός, γέροντα. Όμως με τράβηξε η Γαλήνη και η Σοφία σου. Με συγχωρείς αν διακόπτω την ηρεμία σου.
– Η αληθινή Γαλήνη δε διακόπτεται, γιε μου. Αν ένιωθα ότι με διέκοψες, τότε δε θα ήμουν σε αληθινή εσωτερική Γαλήνη. Χαίρομαι που ήρθες.
– Γέροντα, προτού φύγω θα ήθελα να σου προσφέρω κάτι. Σε παρακαλώ, δέξου αυτό το χρυσό. Ξέρω ότι θα το χρησιμοποιήσεις για καλό σκοπό.
– Είσαι εύπορος, γιε μου; Έχεις κι άλλα χρήματα σπίτι σου;
– Ναι, γέροντα. Έχω τουλάχιστον χίλιους ράβδους χρυσού στο σπίτι. Είμαι ένας από τους πλουσιότερους εμπόρους της περιοχής και δουλεύω καθημερινά πολύ σκληρά για να κερδίζω περισσότερα.
– Θα ήθελες περισσότερα, γιε μου;
– Φυσικά και ήθελα. Κάθε μέρα προσεύχομαι να γίνω όλο και πλουσιότερος!
– Τότε, λυπάμαι, γιε μου, αλλά ένας πλούσιος άνδρας δεν μπορεί να δεχτεί χρήματα από έναν ζητιάνο. Πάρε πίσω το χρυσό.
– Τι; Αποκαλείς τον εαυτό σου πλούσιο, ενώ ζεις έτσι με αυτά τα κουρέλια; Κι εμένα πώς είναι δυνατόν να με αποκαλείς ζητιάνο από τη στιγμή που κάνω ελεημοσύνη και δωρίζω χρυσάφι απλόχερα;
– Είμαι πλούσιος, γιατί νιώθω ευτυχισμένος με όσα έχω. Κι εσύ είσαι ζητιάνος, γιατί ανεξάρτητα από το πόσα ήδη έχεις είσαι ανικανοποίητος και προσεύχεσαι να σου δώσει ο Θεός περισσότερα. Πλούσιος είναι αυτός που έχει τις λιγότερες επιθυμίες. Πήγαινε τώρα και εγώ θα προσευχηθώ μια μέρα ο Θεός να σε κάνει πραγματικά πλούσιο.
Παγκόσμια Σοφία