Άνθρωπος

Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, ξυπόλητη, με σκυμμένο κεφάλι. Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη… θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δε σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα.

Ένα νέο ζευγάρι, μια μητέρα με δυο παιδιά, ένας παπάς… κανείς δεν πρόσεξε τη γριούλα. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι· σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο.

Ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθισε στο πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό. Βλέποντας τη φτωχική όψη της και τα ξυπόλυτα πόδια της ο οδηγός και οι επιβάτες άρχισαν να κάνουν διάφορες σκέψεις, άλλες σιωπηλά, άλλες δυνατά:

«Γεροντική άνοια», «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια», «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη», «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται για αυτήν», «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;», «Φταίνε οι δεξιοί, παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους», «Όχι, φταίνε οι άλλοι», «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν ν’ αποταμιεύουν, αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δε θα υπέφερε σήμερα».

Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση.

Ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ’ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε κάποια χρήματα και τα έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, ν’ αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης. 

Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ ν’ απευθυνθώ σε Σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ’ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η γιαγιούλα αυτή για τα Χριστούγεννα».

Στην επόμενη στάση ένα παλικάρι μπήκε στο λεωφορείο. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουρια παπούτσια. Το παλικάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Τα έβγαλε και γονάτισε μπροστά στη γριούλα.

– Γιαγιά, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα.

Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του. Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη.

Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του.

«Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος. «Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. «Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!», φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!», είπε η ευσεβής κυρία. Αλλά ένα μικρό αγοράκι, είπε: «Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ…».

Παγκόσμια Σοφία