Η Όμορφη Μέρα

Ένα τυφλό αγόρι καθόταν στα σκαλιά ενός κτιρίου με ένα καπέλο στα πόδια του. Μπροστά του είχε μια ταμπέλα που έλεγε: «Είμαι τυφλός, παρακαλώ βοηθήστε». Είχε μαζέψει μόνο λίγα νομίσματα.

Κάποια στιγμή ένας άντρας πέρασε από το σημείο. Πήρε μερικά νομίσματα από την τσέπη του και τα έριξε στο καπέλο. Στη συνέχεια πήρε την πινακίδα, τη γύρισε ανάποδα και έγραψε κάποιες λέξεις. Έβαλε την πινακίδα και πάλι στα πόδια του παιδιού. Από εκείνη τη στιγμή όλοι οι περαστικοί που διάβαζαν την πινακίδα άφηναν και από κάτι στο καπέλο. Σύντομα το καπέλο άρχισε να γεμίζει με νομίσματα.

Αργότερα ο άνθρωπος που άλλαξε την πινακίδα ξαναπέρασε από το σημείο και πλησίασε το αγόρι για να δει πώς πήγαιναν τα πράγματα. Το αγόρι αναγνώρισε τα βήματά του και τον ρώτησε:

– Εσύ ήσουν αυτός που άλλαξες την πινακίδα;

– Ναι, εγώ ήμουν.

– Θα μπορούσα να μάθω τι έγραψες και άρχισε ο κόσμος να με γεμίζει με χρήματα;

– Έγραψα αυτό που έλεγες, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Έγραψα: «Σήμερα είναι μια πανέμορφη μέρα, αλλά δεν μπορώ να τη δω…».

Παγκόσμια Σοφία